διαπλάσεως

διαπλάσεως
διαπλάσεω̆ς , διάπλασις
putting into shape
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …   Dictionary of Greek

  • LUTUM — I. LUTUM prima generis nostri nobilitas. Ex terra enim lutove, primum hominem factum, e sacra Historia cuivis liquet. Cui convenienter Philosophi, Ε᾿πὶ τε τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χοὸς διαπλάσεως ἱςτάμενοι, γήϊνον μὲν παῤ ἕκαςτα τὸ σῶμα ἀναγορεύουτιν, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εναντιοτροπία — η (Α ἐναντιοτροπία) νεοελλ. 1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο 2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με… …   Dictionary of Greek

  • ημιμελία — η ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως που χαρακτηρίζεται από απουσία ή ατελή ανάπτυξη τού περιφερειακού τμήματος ενός ή περισσότερων άκρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemimelia < hemi (πρβλ. ημι ) + melia (πρβλ. μέλος)] …   Dictionary of Greek

  • κακομοιριά — η (Μ κακομοιριά, Α κακομοιρία) [κακόμοιρος] κακή μοίρα, δυστυχία, αθλιότητα·. νεοελλ. έλλειψη καλής διαπλάσεως ή υψηλού φρονήματος, η έλλειψη προτερημάτων ή καλής εμφανίσεως …   Dictionary of Greek

  • καμπάνιος — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καμπανία τής Γαλλίας, είδος αφρώδους οίνου, ο καμπανίτης*. 2. γεωλ. «καμπάνιος βαθμίδα» μία από τις εννέα βαθμίδες τής νεοκρητιδικής διαπλάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Καμπανία που είναι μεταφορά στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • κρυψορχία — και κρυψορχιδία και κρυπτορχιδία, η συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως που συνίσταται σε κατακράτηση τού ενός ή και τών δύο όρχεων στο εσωτερικό τής κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο, όπου βρίσκονται κανονικά ώς τον ένατο εμβρυϊκό μήνα …   Dictionary of Greek

  • μεγαουρητήρας — ο ιατρ. διαμαρτία διαπλάσεως τού ενός ή και τών δύο ουρητήρων, που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τού οργάνου στο πλαίσιο και άλλων διαμαρτιών τού ουροποιητικού συστήματος ή λόγω νευρομυϊκής δυσκινησίας …   Dictionary of Greek

  • μικρογυρία — η ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ακανόνιστων ελίκων με πολλές, μικρότερες από το φυσιολογικό, αύλακες τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων και τής παρεγκεφαλίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόσιτος — ο ιατρ. εμβρυϊκός οργανισμός με βαρύτατες διαμαρτίες διαπλάσεως, ο οποίος ζει μέσω τής κυκλοφορίας τού ομφάλιου λώρου ως παράσιτο ενός δίδυμου υγιούς εμβρύου και που πεθαίνει μετά τη διατομή τού λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + σιτος (< σίτος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”